- μασι-
- μασι- (Α)επιτατικό πρόθημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μάσσων* (πρβλ. μασίγδουπος)βλ. και ερι-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμᾶσι — τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj mp 2nd sg (epic) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres part act masc/neut dat pl (doric) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj act 3rd pl (doric aeolic) τῑμᾶσι , τιμάω honour pres subj act 3rd sg (epic) τῑμᾶσι , τιμήεις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώμασι — πώ̱μασι , πῶμα 1 lid neut dat pl πώ̱μασι , πῶμα 2 drink neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασίγδουπος — μασίγδουπος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρίγδουπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μασι * + γδοῦπος] … Dictionary of Greek
Φιστέλ Ντε Κουλάνζ, Νουμά - Ντενί — (Fustel De Coulanges, Παρίσι 1830 – Μασί, Σεν ε Ουάζ 1889). Γάλλος ιστορικός και κοινωνιολόγος. Έκανε πολλές μελέτες για τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό πολιτισμό και για τις πολιτικές εξελίξεις της Γαλλίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την… … Dictionary of Greek
αἰτιάμασι — αἰτιά̱μασι , αἰτίαμα charge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἵμασι — αἵ̱μασι , αἷμα blood neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμασι — βλή̱μασι , βλῆμα throw neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρώμασι — βρώ̱μασι , βρῶμα that which is eaten neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήμασι — βή̱μασι , βῆμα step neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύμασι — γεύ̱μασι , γεῦμα taste neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)